- επίμετρο
- το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ]1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» — επί πλέον, επιπρόσθετανεοελλ.κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματοςαρχ.αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω από το μέτρο («πολὺ ποιεῑ τοῡ ψεύδους ἐπίμετρον», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.