επίμετρο

επίμετρο
το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ]
1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο
2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» — επί πλέον, επιπρόσθετα
νεοελλ.
κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματος
αρχ.
αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω από το μέτρο («πολὺ ποιεῑ τοῡ ψεύδους ἐπίμετρον», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίμετρο — το η προσθήκη, ό,τι μπαίνει ως συμπλήρωμα: Επίμετρο συγγράμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Konstantinos A. Dimadis — Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (* 1940) ist ein griechischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik an der Freien Universität Berlin. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Arbeitsschwerpunkte 3 Schriften …   Deutsch Wikipedia

  • προσενδαψιλεύομαι — Α δίνω παραπάνω από όσα συμφωνήθηκαν, δίνω ως επίμετρο («δεῑ καὶ τρίτον τῶν φοβερῶν προσενδαψιλεύεσθαι, τὸν λιμόν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνδαψιλεύομαι «χορηγώ με αφθονία, απλόχερα»] …   Dictionary of Greek

  • πρόσδομα — τὸ, Μ [προσδίδωμι] αυτό που δίνεται ως προσθήκη, ως επίμετρο …   Dictionary of Greek

  • συνεπιμετρώ — έω, Μ [ἐπιμετρῶ] προσθέτω ως επίμετρο …   Dictionary of Greek

  • Λακτάντιος, Λούκιος Καικίλιος Φιρμιανός — (Lucius Caecilius Firmianus Lactantius, 3ος 4ος αι. μ.Χ.). Χριστιανός απολογητής, αφρικανικής καταγωγής. Ήταν ρήτορας στη Νικομήδεια και δάσκαλος του Κρίσπου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μαθητής του Αρνοβίου, περιγράφει με ιδιαίτερη δριμύτητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”